Dictionary of Greek. 2013.
κηπουρώ — κηπουρῶ και μτγν. τ. κηπωρῶ έω (Α) [κηπουρός] μελετώ την κηπουρική ή εξασκούμαι σ αυτήν, είμαι κηπουρός … Dictionary of Greek